εξορκιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξορκιστής < (ελληνιστική κοινή) ἐξορκιστής
Ουσιαστικό επεξεργασία
εξορκιστής αρσενικό (θηλυκό: εξορκίστρια)
- αυτός που κάνει εξορκισμούς
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη εξορκίζω