↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξορκισμένος η εξορκισμένη το εξορκισμένο
      γενική του εξορκισμένου της εξορκισμένης του εξορκισμένου
    αιτιατική τον εξορκισμένο την εξορκισμένη το εξορκισμένο
     κλητική εξορκισμένε εξορκισμένη εξορκισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξορκισμένοι οι εξορκισμένες τα εξορκισμένα
      γενική των εξορκισμένων των εξορκισμένων των εξορκισμένων
    αιτιατική τους εξορκισμένους τις εξορκισμένες τα εξορκισμένα
     κλητική εξορκισμένοι εξορκισμένες εξορκισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εξορκισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξορκίζω

εξορκισμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη εξορκίζω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία