Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξορκίζω < μεσαιωνική ελληνική ξορκίζω < αρχαία ελληνική ἐξορκίζω

  Ρήμα επεξεργασία

ξορκίζω

  1. διώχνω ένα κακό πνεύμα
  2. διώχνω κάτι που θεωρώ κακό
    Να κάνουμε κάνα ξόρκι να ξορκίσουμε το μνημόνιο
  3. άλλη γραφή του εξορκίζω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία