ξορκίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξορκίζω < μεσαιωνική ελληνική ξορκίζω < αρχαία ελληνική ἐξορκίζω
Ρήμα
επεξεργασίαξορκίζω
- διώχνω ένα κακό πνεύμα
- διώχνω κάτι που θεωρώ κακό
- Να κάνουμε κάνα ξόρκι να ξορκίσουμε το μνημόνιο
- άλλη γραφή του εξορκίζω
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη εξορκίζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξορκίζω | ξόρκιζα | θα ξορκίζω | να ξορκίζω | ξορκίζοντας | |
β' ενικ. | ξορκίζεις | ξόρκιζες | θα ξορκίζεις | να ξορκίζεις | ξόρκιζε | |
γ' ενικ. | ξορκίζει | ξόρκιζε | θα ξορκίζει | να ξορκίζει | ||
α' πληθ. | ξορκίζουμε | ξορκίζαμε | θα ξορκίζουμε | να ξορκίζουμε | ||
β' πληθ. | ξορκίζετε | ξορκίζατε | θα ξορκίζετε | να ξορκίζετε | ξορκίζετε | |
γ' πληθ. | ξορκίζουν(ε) | ξόρκιζαν ξορκίζαν(ε) |
θα ξορκίζουν(ε) | να ξορκίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξόρκισα | θα ξορκίσω | να ξορκίσω | ξορκίσει | ||
β' ενικ. | ξόρκισες | θα ξορκίσεις | να ξορκίσεις | ξόρκισε | ||
γ' ενικ. | ξόρκισε | θα ξορκίσει | να ξορκίσει | |||
α' πληθ. | ξορκίσαμε | θα ξορκίσουμε | να ξορκίσουμε | |||
β' πληθ. | ξορκίσατε | θα ξορκίσετε | να ξορκίσετε | ξορκίστε | ||
γ' πληθ. | ξόρκισαν ξορκίσαν(ε) |
θα ξορκίσουν(ε) | να ξορκίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξορκίσει | είχα ξορκίσει | θα έχω ξορκίσει | να έχω ξορκίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξορκίσει | είχες ξορκίσει | θα έχεις ξορκίσει | να έχεις ξορκίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξορκίσει | είχε ξορκίσει | θα έχει ξορκίσει | να έχει ξορκίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξορκίσει | είχαμε ξορκίσει | θα έχουμε ξορκίσει | να έχουμε ξορκίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξορκίσει | είχατε ξορκίσει | θα έχετε ξορκίσει | να έχετε ξορκίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξορκίσει | είχαν ξορκίσει | θα έχουν ξορκίσει | να έχουν ξορκίσει |
|