πολυετής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πολυετής | η | πολυετής | το | πολυετές |
γενική | του | πολυετούς* | της | πολυετούς | του | πολυετούς |
αιτιατική | τον | πολυετή | την | πολυετή | το | πολυετές |
κλητική | πολυετή(ς) | πολυετής | πολυετές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πολυετείς | οι | πολυετείς | τα | πολυετή |
γενική | των | πολυετών | των | πολυετών | των | πολυετών |
αιτιατική | τους | πολυετείς | τις | πολυετείς | τα | πολυετή |
κλητική | πολυετείς | πολυετείς | πολυετή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπολυετής, -ής, -ές