restrictif
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | restrictif | restrictifs |
θηλυκό | restrictive | restrictives |
Επίθετο
επεξεργασίαrestrictif (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | restrictif | restrictifs |
θηλυκό | restrictive | restrictives |
restrictif (fr)