περισταλτικός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- περισταλτικός < (ελληνιστική κοινή) περισταλτικός < περιστέλλω
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /pe.ɾi.stal.tiˈkos/
ΕπίθετοΕπεξεργασία
περισταλτικός, -ή, -ό
- που περιστέλλει, που περιορίζει
- για τις κυματοειδείς κινήσεις του εντέρου, με τις οποίες προωθείται η τροφή
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
που περιστέλλει
για τις κινήσεις του εντέρου