Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κυματοειδής η κυματοειδής το κυματοειδές
      γενική του κυματοειδούς* της κυματοειδούς του κυματοειδούς
    αιτιατική τον κυματοειδή την κυματοειδή το κυματοειδές
     κλητική κυματοειδή(ς) κυματοειδής κυματοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κυματοειδείς οι κυματοειδείς τα κυματοειδή
      γενική των κυματοειδών των κυματοειδών των κυματοειδών
    αιτιατική τους κυματοειδείς τις κυματοειδείς τα κυματοειδή
     κλητική κυματοειδείς κυματοειδείς κυματοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυματοειδής < κυματ(ο)- (< κύμα) + -ειδής

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ci.ma.to.iˈðis/

  Επίθετο επεξεργασία

κυματοειδής

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη κύμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία