Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περίσταλση οι περιστάλσεις
      γενική της περίσταλσης* των περιστάλσεων
    αιτιατική την περίσταλση τις περιστάλσεις
     κλητική περίσταλση περιστάλσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, περιστάλσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

περίσταλση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική peristalsis[1] < ελληνιστική κοινή περισταλτικός < αρχαία ελληνική περιστέλλω < περί + στέλλω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

περίσταλση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. περισταλτισμόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)