περιστέλλω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περιστέλλω < περι- + στέλλω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
επεξεργασίαπεριστέλλω, πρτ.: περιέστελλα, στ.μέλλ.: θα περιστείλω, αόρ.: περιέστειλα, παθ.φωνή: περιστέλλομαι
- (μεταβατικό) περιορίζω την έκταση, την ποσότητα ή την ένταση
- οι δημόσιοι οργανισμοί περιστέλλουν τις δαπάνες τους κατόπιν κυβερνητικής παρέμβασης