ενεστώτας reduce
γ΄ ενικό ενεστώτα reduces
αόριστος reduced
παθητική μετοχή reduced
ενεργητική μετοχή reducing

reduce (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) μειώνω, περιορίζω, κάνω κάτι να γίνει λιγότερο ή μικρότερο σε μέγεθος, ποσότητα, τιμή κτλ.· γίνομαι λιγότερος ή μικρότερος σε μέγεθος, ποσότητα κτλ.
    ⮡  We must reduce prices by twenty percent.
    Πρέπει να μειώσουμε τις τιμές κατά είκοσι τοις εκατό.
    ⮡  Strangely enough, my hunger is quite reduced.
    Παραδόξως η πείνα μου είναι αρκετά μειωμένη.
    ⮡  I reduced the speed/the pressure/the cost.
    Περιόρισα την ταχύτητα/την πίεση/το κόστος.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη decrease
  2. (μεταβατικό & αμετάβατο, μαγειρική) μειώνω το νερό που περιέχει ένα τρόφιμο βράζοντάς το
  3. (μεταβατικό, χημεία) προσθέτω ηλεκτρόνια σε ένα μόριο (αντίδραση αναγωγής)
  4. (μεταβατικό) παράγω καθαρό μέταλλο από ένα ορυκτό μετάλλευμα
  5. (μεταβατικό, μαθηματικά) απλοποιώ ένα κλάσμα ή τρέπω μια μαθηματική σχέση σε απλούστερη μορφή
    ⮡  I reduce fractions to the same denominator.
    Απλοποιώ/Τρέπω κλάσματα σε ομώνυμα.

Συγγενικά

επεξεργασία