reduce
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | reduce |
γ΄ ενικό ενεστώτα | reduces |
αόριστος | reduced |
παθητική μετοχή | reduced |
ενεργητική μετοχή | reducing |
Ρήμα
επεξεργασίαreduce (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) μειώνω, περιορίζω, κάνω κάτι να γίνει λιγότερο ή μικρότερο σε μέγεθος, ποσότητα, τιμή κτλ.· γίνομαι λιγότερος ή μικρότερος σε μέγεθος, ποσότητα κτλ.
- ↪ We must reduce prices by twenty percent.
- Πρέπει να μειώσουμε τις τιμές κατά είκοσι τοις εκατό.
- ↪ Strangely enough, my hunger is quite reduced.
- Παραδόξως η πείνα μου είναι αρκετά μειωμένη.
- ↪ I reduced the speed/the pressure/the cost.
- Περιόρισα την ταχύτητα/την πίεση/το κόστος.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη decrease
- ↪ We must reduce prices by twenty percent.
- (μεταβατικό & αμετάβατο, μαγειρική) μειώνω το νερό που περιέχει ένα τρόφιμο βράζοντάς το
- (μεταβατικό, χημεία) προσθέτω ηλεκτρόνια σε ένα μόριο (αντίδραση αναγωγής)
- (μεταβατικό) παράγω καθαρό μέταλλο από ένα ορυκτό μετάλλευμα
- (μεταβατικό, μαθηματικά) απλοποιώ ένα κλάσμα ή τρέπω μια μαθηματική σχέση σε απλούστερη μορφή
- ↪ I reduce fractions to the same denominator.
- Απλοποιώ/Τρέπω κλάσματα σε ομώνυμα.
- ↪ I reduce fractions to the same denominator.