↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο περισταλτισμός οι περισταλτισμοί
      γενική του περισταλτισμού των περισταλτισμών
    αιτιατική τον περισταλτισμό τους περισταλτισμούς
     κλητική περισταλτισμέ περισταλτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
περισταλτισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική péristaltisme[1] < ελληνιστική κοινή περισταλτικός < αρχαία ελληνική περιστέλλω < περί + στέλλω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

περισταλτισμός αρσενικό

  • (φυσιολογία) συνεχής κυματοειδής κίνηση στον πεπτικό σωλήνα (παχύ και λεπτό έντερο) που συμβάλλει στην προώθηση της τροφής και στην απορρόφηση θρεπτικών ουσιών από το πεπτικό σύστημα
    ※  Αχαλασία είναι μια πρωτοπαθής διαταραχή κινητικότητας του οισοφάγου, κατά την οποία ο κάτω οισοφαγικός σφιγκτήρας δεν κάνει χάλαση -δεν ανοίγει- κατά την κατάποση. Έτσι ο βλωμός της τροφής δεν μπορεί να περάσει από τον οισοφάγο στο στομάχι. Σαν αποτέλεσμα, δεν επιτελούνται οι κυματοειδείς συσπάσεις των λείων μυών (επονομαζόμενες περισταλτισμός), που φυσιολογικά προωθούν το φαγητό προς το στομάχι. Γενικά, η αχαλασία αποτελεί σπάνια διαταραχή (1:100.000 άτομα/έτος). Μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε ηλικία, αλλά είναι πιο συχνή στις δεκαετιές των 30 και των 70.
    Αχαλασία, @esophagus.gr, ημερομηνία ανάκτησης: 01-09-2024.

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. περισταλτισμόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)