péristaltisme
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpéristaltisme (fr) αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- péristaltisme - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
péristaltisme (fr) αρσενικό