περισταλτικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περισταλτικά < περισταλτικός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαπερισταλτικά
- (λόγιο) με περισταλτικό τρόπο
Μεταφράσεις
επεξεργασία περισταλτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπερισταλτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του περισταλτικός