κυρίευση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κυρίευση | οι | κυριεύσεις |
γενική | της | κυρίευσης* | των | κυριεύσεων |
αιτιατική | την | κυρίευση | τις | κυριεύσεις |
κλητική | κυρίευση | κυριεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κυριεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κυρίευση < μεσαιωνική ελληνική κυρίευσις < αρχαία ελληνική κυριεύω < κύριος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακυρίευση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κυριεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία κυρίευση
|