κυρίευσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κυρίευσῐς | αἱ | κυριεύσεις | ||||
γενική | τῆς | κυριεύσεως | τῶν | κυριεύσεων | ||||
δοτική | τῇ | κυριεύσει | ταῖς | κυριεύσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | κυρίευσῐν | τὰς | κυριεύσεις | ||||
κλητική ὦ! | κυρίευσῐ | κυριεύσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κυριεύσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | κυριευσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κυρίευσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κυριεύ(ω) + -σις
Ουσιαστικό
επεξεργασίακυρίευσις, -εως θηλυκό
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κυρίευσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.