κυριεύσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακυριεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κυριεύω
- θα κυριεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κυριεύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίακυριεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κυρίευση