επέρχομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επέρχομαι < αρχαία ελληνική ἐπέρχομαι
Ρήμα επεξεργασία
επέρχομαι (αποθετικό ρήμα)
- επακολουθώ, για κάτι που συμβαίνει μετά από κάτι άλλο ή για κάτι που πρόκειται να συμβεί στο άμεσο μέλλον
Μεταφράσεις επεξεργασία
επέρχομαι