επακολουθώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επακολουθώ < αρχαία ελληνική ἐπακολουθέω / ἐπακολουθῶ < ἐπί + ἀκολουθέω / ἀκολουθῶ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.pa.ko.luˈθo/
Ρήμα
επεξεργασίαεπακολουθώ
Συγγενικά
επεξεργασία- επακολούθημα
- επακόλουθο
- επακόλουθος
- συνεπακόλουθο
- → δείτε τις λέξεις επί και ακολουθώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επακολουθώ | επακολουθούσα | θα επακολουθώ | να επακολουθώ | επακολουθώντας | |
β' ενικ. | επακολουθείς | επακολουθούσες | θα επακολουθείς | να επακολουθείς | (επακολούθει) | |
γ' ενικ. | επακολουθεί | επακολουθούσε | θα επακολουθεί | να επακολουθεί | ||
α' πληθ. | επακολουθούμε | επακολουθούσαμε | θα επακολουθούμε | να επακολουθούμε | ||
β' πληθ. | επακολουθείτε | επακολουθούσατε | θα επακολουθείτε | να επακολουθείτε | επακολουθείτε | |
γ' πληθ. | επακολουθούν(ε) | επακολουθούσαν(ε) | θα επακολουθούν(ε) | να επακολουθούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επακολούθησα | θα επακολουθήσω | να επακολουθήσω | επακολουθήσει | ||
β' ενικ. | επακολούθησες | θα επακολουθήσεις | να επακολουθήσεις | επακολούθησε | ||
γ' ενικ. | επακολούθησε | θα επακολουθήσει | να επακολουθήσει | |||
α' πληθ. | επακολουθήσαμε | θα επακολουθήσουμε | να επακολουθήσουμε | |||
β' πληθ. | επακολουθήσατε | θα επακολουθήσετε | να επακολουθήσετε | επακολουθήστε | ||
γ' πληθ. | επακολούθησαν επακολουθήσαν(ε) |
θα επακολουθήσουν(ε) | να επακολουθήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επακολουθήσει | είχα επακολουθήσει | θα έχω επακολουθήσει | να έχω επακολουθήσει | ||
β' ενικ. | έχεις επακολουθήσει | είχες επακολουθήσει | θα έχεις επακολουθήσει | να έχεις επακολουθήσει | ||
γ' ενικ. | έχει επακολουθήσει | είχε επακολουθήσει | θα έχει επακολουθήσει | να έχει επακολουθήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε επακολουθήσει | είχαμε επακολουθήσει | θα έχουμε επακολουθήσει | να έχουμε επακολουθήσει | ||
β' πληθ. | έχετε επακολουθήσει | είχατε επακολουθήσει | θα έχετε επακολουθήσει | να έχετε επακολουθήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν επακολουθήσει | είχαν επακολουθήσει | θα έχουν επακολουθήσει | να έχουν επακολουθήσει |
|