Δείτε επίσης: ἐπακολουθῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επακολουθώ < αρχαία ελληνική ἐπακολουθέω / ἐπακολουθῶ < ἐπί + ἀκολουθέω / ἀκολουθῶ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.pa.ko.luˈθo/

  Ρήμα επεξεργασία

επακολουθώ

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία