επακολούθημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επακολούθημα < ελληνιστική κοινή ἐπακολούθημα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπακολούθημα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του επακολουθώ
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επακολούθημα
|