προκαταλαμβάνομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾo.ka.ta.laɱˈva.no.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐κα‐τα‐λαμ‐βά‐νο‐μαι
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
προκαταλαμβάνομαι, π.αόρ.: προκαταλήφθηκα, μτχ.π.π.: προκατειλημμένος
- παθητική φωνή του ρήματος προκαταλαμβάνω