αδέκαστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
αδέκαστος, -η, -ο
- (λόγιο) που δεν δεκάζεται, δεν εξαγοράζεται, δεν δωροδοκείται
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη δεκάζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
αδέκαστος