Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀδέκαστος < στερητικό α- + δεκάζω

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀδέκαστος

  1. που δεν δωροδοκείται, αδιάφθορος
    ※  1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Κίμων, 10.8 @scaife.perseus
    αὑτὸν ἀδέκαστον καὶ ἄθικτον ἐκ τῇ πολιτείᾳ δωροδοκίας καὶ πάντα προῖκα καὶ καθαρῶς πράττοντα καὶ λέγοντα διὰ τέλους παρέσχε.
  2. (μεταφορικά) αμερόληπτος
    ※  4oς αιώνας πκε Αριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 1109b
    ἐν παντὶ δὲ μάλιστα φυλακτέον τὸ ἡδὺ καὶ τὴν ἡδονήν· οὐ γὰρ ἀδέκαστοι κρίνομεν αὐτήν.
    Κυρίως όμως πρέπει να φυλάγουμε σε κάθε περίπτωση τον εαυτό μας από το ευχάριστο και από την ηδονή — απέναντί της, ως γνωστόν, δεν είμαστε αδέκαστοι κριτές.
    Μετάφραση (2006), Δημήτριος Λυπουρλής @greek‑language.gr
    ※  1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Πλατωνικὰ ζητήματα, 1.2 @scaife.perseus
    οὗτοι δὲ καθαροὺς μόνοι καὶ ἀδεκάστους τῆς ἀληθείας παρέχουσιν ἑαυτοὺς δικαστάς.

Παράγωγα

επεξεργασία