δεκάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δεκάζω < αρχαία ελληνική δεκάζω < δέχομαι ή δέκομαι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðeˈka.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δε‐κά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαδεκάζω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δεκάζω | δέκαζα | θα δεκάζω | να δεκάζω | δεκάζοντας | |
β' ενικ. | δεκάζεις | δέκαζες | θα δεκάζεις | να δεκάζεις | δέκαζε | |
γ' ενικ. | δεκάζει | δέκαζε | θα δεκάζει | να δεκάζει | ||
α' πληθ. | δεκάζουμε | δεκάζαμε | θα δεκάζουμε | να δεκάζουμε | ||
β' πληθ. | δεκάζετε | δεκάζατε | θα δεκάζετε | να δεκάζετε | δεκάζετε | |
γ' πληθ. | δεκάζουν(ε) | δέκαζαν δεκάζαν(ε) |
θα δεκάζουν(ε) | να δεκάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δέκασα | θα δεκάσω | να δεκάσω | δεκάσει | ||
β' ενικ. | δέκασες | θα δεκάσεις | να δεκάσεις | δέκασε | ||
γ' ενικ. | δέκασε | θα δεκάσει | να δεκάσει | |||
α' πληθ. | δεκάσαμε | θα δεκάσουμε | να δεκάσουμε | |||
β' πληθ. | δεκάσατε | θα δεκάσετε | να δεκάσετε | δεκάστε | ||
γ' πληθ. | δέκασαν δεκάσαν(ε) |
θα δεκάσουν(ε) | να δεκάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω δεκάσει | είχα δεκάσει | θα έχω δεκάσει | να έχω δεκάσει | ||
β' ενικ. | έχεις δεκάσει | είχες δεκάσει | θα έχεις δεκάσει | να έχεις δεκάσει | ||
γ' ενικ. | έχει δεκάσει | είχε δεκάσει | θα έχει δεκάσει | να έχει δεκάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε δεκάσει | είχαμε δεκάσει | θα έχουμε δεκάσει | να έχουμε δεκάσει | ||
β' πληθ. | έχετε δεκάσει | είχατε δεκάσει | θα έχετε δεκάσει | να έχετε δεκάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν δεκάσει | είχαν δεκάσει | θα έχουν δεκάσει | να έχουν δεκάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δεκάζω < δέκομαι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
επεξεργασίαδεκάζω
- διαφθείρω, δωροδοκώ (κυρίως δικαστές)
- ※ 4oς αιώνας πκε Αισχίνης, Κατά Τιμάρχου, 87 @scaife.perseus
- πᾶσα δήπου ἀνάγκη ἦν ἐκ τοῦ λόγου τούτου μαρτυρεῖν τὸν μέν, ὡς ἐδέκαζε, τὸν δέ, ὡς ἐδεκάζετο,
- ※ 1ος/2ος αιώνας κε ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Γάλβας, 20.4 @scaife.perseus
- ὁσάκις δὲ τὸν Γάλβαν εἱστία, τὴν παραφυλάττουσαν ἀεὶ σπεῖραν ἐδέκαζε χρυσοῦν ἑκάστῳ διανέμων, οἷς τιμᾶν αὐτὸν ἐδόκει καταπολιτευόμενος καὶ δημαγωγῶν τὸ στρατιωτικόν.
- ※ 4oς αιώνας πκε Αισχίνης, Κατά Τιμάρχου, 87 @scaife.perseus
- (στην παθητική φωνή) δωροδοκούμαι, εξαγοράζομαι, χρηματίζομαι
- (στην παθητική φωνή) (μεταφορικά) παρασύρομαι από κάποια αδυναμία ή πάθος
- → δείτε παράθεμα στο δεδεκασμένος
Σύνθετα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- δεκάζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δεκάζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.