Δείτε επίσης: δικάζω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δεκάζω < αρχαία ελληνική δεκάζω < δέχομαι ή δέκομαι

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ðeˈka.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δε‐κά‐ζω

δεκάζω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
δεκάζω < δέκομαι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

δεκάζω

  1. διαφθείρω, δωροδοκώ (κυρίως δικαστές)
    ※  4oς αιώνας πκε Αισχίνης, Κατά Τιμάρχου, 87 @scaife.perseus
    πᾶσα δήπου ἀνάγκη ἦν ἐκ τοῦ λόγου τούτου μαρτυρεῖν τὸν μέν, ὡς ἐδέκαζε, τὸν δέ, ὡς ἐδεκάζετο,
    ※  1ος/2ος αιώνας κε Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Γάλβας, 20.4 @scaife.perseus
    ὁσάκις δὲ τὸν Γάλβαν εἱστία, τὴν παραφυλάττουσαν ἀεὶ σπεῖραν ἐδέκαζε χρυσοῦν ἑκάστῳ διανέμων, οἷς τιμᾶν αὐτὸν ἐδόκει καταπολιτευόμενος καὶ δημαγωγῶν τὸ στρατιωτικόν.
  2. (στην παθητική φωνή) δωροδοκούμαι, εξαγοράζομαι, χρηματίζομαι
  3. (στην παθητική φωνή) (μεταφορικά) παρασύρομαι από κάποια αδυναμία ή πάθος
    → δείτε παράθεμα στο δεδεκασμένος

Παράγωγα

επεξεργασία