Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδέκαστα < επίθετο αδέκαστος

  Επίρρημα επεξεργασία

αδέκαστα

  1. με τρόπο αδέκαστο
    ελπίζει να κριθεί αδέκαστα

  Μεταφράσεις επεξεργασία