δεδεκασμένος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαδεδεκασμένος, -η, -ον (ελληνιστική κοινή)
- μετοχή μεσοπαθητικού παρακειμένου (δεδέκασμαι) του ρήματος δεκάζω (μεταφορικά): παρασυρμένος από κάποια αδυναμία ή πάθος
- ※ 3ος κε αιώνας ⌘ Πορφύριος, Περὶ ἀποχῆς ἐμψύχων (De absinentia) 4.1, @scaife.perseus
- λειπομένων δʼ ἔτι μερικῶν ζητήσεων, ὧν μάλιστα ἡ τοῦ συμφέροντος ἐπαγγελία ἐξαπατᾶ τούς ὑπὸ τῶν ἡδονῶν δεδεκασμένους,
- ※ 3ος κε αιώνας Πλωτίνος, Εννεάδες, 6.8.13 p.748 @scaife.perseus
- ἔστι γὰρ ὄντως ἡ ἀγαθοῦ φύσις θέλησις αὑτοῦ οὐ δεδεκασμένου οὐδὲ τῇ ἑαυτοῦ φύσει ἐπισπωμένου, ἀλλ̓ ἑαυτὸν ἑλομένου, ὅτι μηδὲ ἦν ἄλλο, ἵνα πρὸς ἐκεῖνο ἑλχθῇ.
- ※ 3ος κε αιώνας ⌘ Πορφύριος, Περὶ ἀποχῆς ἐμψύχων (De absinentia) 4.1, @scaife.perseus
Πηγές
επεξεργασία- δεκάζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δεκάζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ΜΟΡΦΩ@ΛΟΓΕΙΟΝ
- μορφολογία@perseus.tufts.edu