Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική δεδεκασμένος δεδεκασμένη τὸ δεδεκασμένον
      γενική τοῦ δεδεκασμένου τῆς δεδεκασμένης τοῦ δεδεκασμένου
      δοτική τῷ δεδεκασμέν τῇ δεδεκασμέν τῷ δεδεκασμέν
    αιτιατική τὸν δεδεκασμένον τὴν δεδεκασμένην τὸ δεδεκασμένον
     κλητική ! δεδεκασμένε δεδεκασμένη δεδεκασμένον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ δεδεκασμένοι αἱ δεδεκασμέναι τὰ δεδεκασμέν
      γενική τῶν δεδεκασμένων τῶν δεδεκασμένων τῶν δεδεκασμένων
      δοτική τοῖς δεδεκασμένοις ταῖς δεδεκασμέναις τοῖς δεδεκασμένοις
    αιτιατική τοὺς δεδεκασμένους τὰς δεδεκασμένᾱς τὰ δεδεκασμέν
     κλητική ! δεδεκασμένοι δεδεκασμέναι δεδεκασμέν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δεδεκασμένω τὼ δεδεκασμέν τὼ δεδεκασμένω
      γεν-δοτ τοῖν δεδεκασμένοιν τοῖν δεδεκασμέναιν τοῖν δεδεκασμένοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λελυμένος' όπως «λελυμένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

δεδεκασμένος, -η, -ον (ελληνιστική κοινή)

  Πηγές επεξεργασία