παρασύρομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρασύρομαι < παθητική φωνή του ρήματος παρασύρω
Ρήμα
επεξεργασίαπαρασύρομαι, πρτ.: παρασυρόμουν(α), στ.μέλλ.: θα παρασυρθώ, αόρ.: παρασύρθηκα, μτχ.π.π.: παρασυρμένος
- με παρασέρνει κάποιος ή κάτι
- χάνω τον έλεγχο των πράξεών μου και υποκύπτω σε πάθος ή παρόρμηση
- παρασύρθηκα και τον έβρισα άσχημα
Μεταφράσεις
επεξεργασία παρασύρομαι