δωροδοκούμαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δωροδοκούμαι < παθητική φωνή του ρήματος δωροδοκώ
Ρήμα επεξεργασία
δωροδοκούμαι
- εξαγοράζομαι με χρήματα ή με κάτι άλλο που επιθυμώ ώστε να ενεργήσω παράνομα, παράτυπα
Μεταφράσεις επεξεργασία
δωροδοκούμαι
|