Ετυμολογία

επεξεργασία
δωροδοκούμαι < παθητική φωνή του ρήματος δωροδοκώ

δωροδοκούμαι

  • εξαγοράζομαι με χρήματα ή με κάτι άλλο που επιθυμώ ώστε να ενεργήσω παράνομα, παράτυπα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία