ακαταληψία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακαταληψία < ελληνιστική κοινή ἀκαταληψία < αρχαία ελληνική ἀκατάληπτος < καταλαμβάνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαακαταληψία θηλυκό
- η ιδιότητα του ακατάληπτου
- (φιλοσοφία) η αδυναμία κατανόησης ή σύλληψης ενός πράγματος, η παραδοχή ότι δεν μπορεί να υπάρξει βεβαιότητα αλλά μόνο με πιθανότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία φιλοσοφία