Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καταληψία οι καταληψίες
      γενική της καταληψίας των καταληψιών
    αιτιατική την καταληψία τις καταληψίες
     κλητική καταληψία καταληψίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταληψία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική catalepsy

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καταληψία θηλυκό

  • (ιατρική) παθολογική κατάσταση που μοιάζει με ύπνωση, κατά την οποία ο ασθενής δεν κινείται αυτοβούλως και το σώμα ή τα μέλη του μπορεί να λάβουν παράδοξες στάσεις· αν και γενικά τα άτομο που την παρουσιάζει δεν έχει αντίληψη μέσω των αισθήσεων, υπάρχουν διάφορες εκδηλώσεις υστερικού τύπου· μπορεί να εμφανιστεί, μεταξύ άλλων, ως σύμπτωμα διάφορων νευρολογικών διαταραχών, όπως η επιληψία και το Πάρκινσον

  Μεταφράσεις επεξεργασία