παραθετικά
θετικός slick
συγκριτικός slicker
υπερθετικός slickest

  Επίθετο

επεξεργασία

slick (en)

  1. πονηρός, τετραπέρατος
  2. γλιστερός, που γλιστράει
    ⮡  the slick road - ο γλιστερός δρόμος/ο δρόμος γλιστράει
     συνώνυμα: slippery
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 193. ISBN 9780194325684. , λήμμα: γλιστρώ