Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -ίδικος η -ίδικη
-ίδικια
το -ίδικο
      γενική του -ίδικου της -ίδικης
-ίδικιας
του -ίδικου
    αιτιατική τον -ίδικο τη(ν) -ίδικη
-ίδικια
το -ίδικο
     κλητική -ίδικε -ίδικη
-ίδικια
-ίδικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -ίδικοι οι -ίδικες τα -ίδικα
      γενική των -ίδικων των -ίδικων των -ίδικων
    αιτιατική τους -ίδικους τις -ίδικες τα -ίδικα
     κλητική -ίδικοι -ίδικες -ίδικα
Κατηγορία όπως «ζόρικος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

-ίδικος < -ήδικος < ουσιαστικά που το θέμα τους λήγει σε -ηδ- (+ -ες στον πληθυντικό) + -ικος και με ορθογραφική απλοποίηση η > ι [1][2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈi.ði.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -ί‐δι‐κος

  Επίθημα επεξεργασία

-ίδικος, -ίδικη (/-ίδικια), -ίδικο

Άλλες γραφές επεξεργασία

  • -ήδικος (μη απλοποιημένη, ετυμολογική γραφή)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία