μερακλής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μερακλής < (άμεσο δάνειο) τουρκική meraklı + -ς[1] < merak < αραβική مراق (maraq). Μορφολογικά αναλύεται σε μεράκ(ι) + -λής
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.ɾaˈklis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐ρα‐κλής
Επίθετο
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μερακλής | η | μερακλού | το | μερακλίδικο & μερακλήδικο |
γενική | του | μερακλή | της | μερακλούς | του | μερακλίδικου & μερακλήδικου |
αιτιατική | τον | μερακλή | τη | μερακλού | το | μερακλίδικο & μερακλήδικο |
κλητική | μερακλή | μερακλού | μερακλίδικο & μερακλήδικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μερακλήδες | οι | μερακλούδες | τα | μερακλίδικα & μερακλήδικα |
γενική | των | μερακλήδων | των | μερακλούδων | των | μερακλίδικων & μερακλήδικων |
αιτιατική | τους | μερακλήδες | τις | μερακλούδες | τα | μερακλίδικα & μερακλήδικα |
κλητική | μερακλήδες | μερακλούδες | μερακλίδικα & μερακλήδικα | |||
Το ουδέτερο, από επίθετα σε -ίδικος, απλοποιημένη γραφή του -ήδικος. | ||||||
Κατηγορία όπως «πλακατζής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
μερακλής, -ού, -ίδικος
- που είναι μερακλής
- ⮡ μαγειρεύτηκε από πολύ μερακλή μάγειρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμερακλής αρσενικό (θηλυκό μερακλού)
- αυτός που έχει μεράκι γι' αυτό που κάνει
- αυτός που ενεργεί με γούστο και αίσθηση του ωραίου
- αυτός που του αρέσουν τα ωραία και δημιουργημένα με μεράκι πράγματα
Συγγενικά
επεξεργασία- Μερακλής (επώνυμο)
- μερακλίδικος
- μερακλώνω
- → δείτε τη λέξη μεράκι
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ μερακλής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας