Ετυμολογία

επεξεργασία
μερακλώνω < μερακλ(ώνω) + -ώνω

μερακλώνω , πρτ.: μεράκλωνα, στ.μέλλ.: θα μερακλώσω, αόρ.: μεράκλωσα, παθ.φωνή: μερακλώνομαι, μτχ.π.π.: μερακλωμένος

  1. (αμετάβατο) έρχομαι στα μεράκια, αισθάνομαι πολύ έντονα και ευχάριστα συναισθήματα και έχω διάθεση να πιω, να τραγουδίσω και να χορέψω
     συνώνυμα: μερακλώνομαι
  2. (μεταβατικό) κάνω κάποιον άλλον να μερακλωθεί

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία