μερακλίδικα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μερακλίδικα < μερακλίδικ(ος) + -α
Επίρρημα επεξεργασία
μερακλίδικα
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μεράκι
Μεταφράσεις επεξεργασία
μερακλίδικα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
μερακλίδικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μερακλίδικος