Ετυμολογία

επεξεργασία
merak < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική مراق [1][2] < αραβική مراق (maraq)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mɛˈɾɑk/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
  1. περιέργεια, μεγάλο ενδιαφέρον
    ⮡  Merakla yüzüme bakıp yaşımı sordu.
    Κοίταξε το πρόσωπό μου με περιέργεια και ρώτησε την ηλικία μου.
  2. πάθος για κάτι, μεράκι
    ⮡  Çocukluğumdan beri yabancı dillere merakım vardır.
    Από μικρό παιδί είχα μεράκι για τις ξένες γλώσσες.
  3. επιρρέπεια, τάση, ενθουσιασμός
    ⮡  Mesleği dışında en büyük merakı fotoğrafçılıktı.
    Εκτός από το επάγγελμά του, το μεγάλο μεράκι του ήταν η φωτογραφία.
  4. ανησυχία, άγχος
    ⮡  Neredeydin? Telefonunu açmadın, çok merak ettim!
    Πού ήσουν; Δεν απάντησες στο τηλέφωνό σου, αναρωτήθηκα πολύ! (ανησύχησα)

Εκφράσεις

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Αλλόγλωσσα παράγωγα

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • Σε αντίθεση με τις συνήθεις λέξεις που τελειώνουν σε μπροστινό σύμφωνο (δηλαδή ç, k, p και t), το τελικό "k" αυτής της λέξης δεν γίνεται "ğ" όταν προστίθεται ένα επίθημα που αρχίζει από φωνήεν. Αντίθετα, ο τελικός ήχος του [ɑ] γίνεται μεγαλύτερος (ένα τέτοιο παράδειγμα μπορεί να παρατηρηθεί συχνά στα αραβικά δάνεια). Για παράδειγμα:
    merak - merakım (αντί για merağım)
    [mɛˈɾɑk] - [mɛɾɑːˈkɯm]
    το μεράκι - το μεράκι μου

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. merak - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
  2. σελ. 1814 - J.W. Redhouse, A Turkish and English Lexicon. Shewing in English: The Significations of the Turkish Terms [Τουρκικό (οθωμανικό) και αγγλικό λεξικό] (Κωνσταντινούπολη: Printed for the American Mission by A.H. Boyajian, 1884) (ανατύπωση: Βηρυτός: Librairie du Liban, 1974 & 1987).