Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.na.ɾoˈtçe.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐να‐ρω‐τιέ‐μαι

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

αναρωτιέμαι < μεσαιωνική ελληνική ἀναρωτῶ + -ιέμαι για την παθητική φωνή < αρχαία ελληνική ἀνερωτῶ, συνηρημένος τύπος του ἀνερωτάω με επανεισαγωγή του ἀνά + ἐρωτῶ (ἐρωτάω)[1]

  Ρήμα επεξεργασία

αναρωτιέμαι, π.αόρ.: αναρωτήθηκα (αποθετικό ρήμα)

  • θέτω μια ερώτηση στον εαυτό μου και αμφιβάλλω για τις απαντήσεις
    ※  κάθομαι κι αναρωτιέμαι, πού σε βρήκα, πού με βρήκες (δημοτικό τραγούδι)[2]

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

αναρωτιέμαι: ρηματικός τύπος

  Ρήμα επεξεργασία

αναρωτιέμαι/αναρωτιούμαι, π.αόρ.: αναρωτήθηκα/αναρωτήχτηκα, μτχ.π.π.: αναρωτημένος, (ενεργ.: αναρωτώ)[2]

  Αναφορές επεξεργασία

  1. αναρωτιέμαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. 2,0 2,1 Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .