Ετυμολογία

επεξεργασία
διαλογίζομαι < ελληνιστική κοινή διαλογίζομαι < αρχαία ελληνική διά + λογίζομαι

διαλογίζομαι (αποθετικό ρήμα)

  1. σκέπτομαι, στοχάζομαι
  2. συλλογίζομαι

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία