Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If Wikipedia is useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διαλογισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
διαλογισμέν
ος
η
διαλογισμέν
η
το
διαλογισμέν
ο
γενική
του
διαλογισμέν
ου
της
διαλογισμέν
ης
του
διαλογισμέν
ου
αιτιατική
τον
διαλογισμέν
ο
τη
διαλογισμέν
η
το
διαλογισμέν
ο
κλητική
διαλογισμέν
ε
διαλογισμέν
η
διαλογισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
διαλογισμέν
οι
οι
διαλογισμέν
ες
τα
διαλογισμέν
α
γενική
των
διαλογισμέν
ων
των
διαλογισμέν
ων
των
διαλογισμέν
ων
αιτιατική
τους
διαλογισμέν
ους
τις
διαλογισμέν
ες
τα
διαλογισμέν
α
κλητική
διαλογισμέν
οι
διαλογισμέν
ες
διαλογισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
διαλογισμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
διαλογίζομαι
Μετοχή
επεξεργασία
διαλογισμένος
, -η, -ο
που τον έχουν
διαλογιστεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διαλογισμένος