διαλογισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαλογισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διαλογίζομαι
Μετοχή
επεξεργασίαδιαλογισμένος, -η, -ο
- που τον έχουν διαλογιστεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία διαλογισμένος
|
διαλογισμένος, -η, -ο
|