διαλογισμένων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
διαλογισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του διαλογισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του διαλογισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του διαλογισμένος