αδιαλόγιστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αδιαλόγιστος < α- + διαλογίζομαι + -τος
Επίθετο επεξεργασία
αδιαλόγιστος
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις διαλογίζομαι, διά και λέγω
Μεταφράσεις επεξεργασία
αδιαλόγιστος
|