διαλογισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- διαλογισμός < αρχαία ελληνική διαλογισμός < διαλογίζομαι < διά + λέγω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
διαλογισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διαλογίζομαι
Συνώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διαλογισμός