αναρωτώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναρωτώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀναρωτῶ > αρχαία ελληνική ἀνερωτῶ, συνηρημένος τύπος του ἀνερωτάω με επανεισαγωγή του ανά.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε ανα- + ρωτάω / ρωτώ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.na.ɾoˈto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐ρω‐τώ
Ρήμα
επεξεργασίααναρωτάω/αναρωτώ, αόρ.: αναρώτησα/αναρώτηξα, παθ.φωνή: αναρωτιέμαι/αναρωτιούμαι, π.αόρ.: αναρωτήχτηκα, μτχ.π.π.: αναρωτημένος
Παροιμίες
επεξεργασία- αναρώτα κι αναρώτα, καλοφαγωμέν' η κότα (για όσους ερευνούν αδέξια)
Συγγενικά
επεξεργασία- αναρωτιέμαι (κοινή νεοελληνική)
- → και δείτε τη λέξη ρωτάω / ρωτώ
Κλίση
επεξεργασίαΕνεργητική φωνή: αόριστος: αναρώτησα και αναρώτηξα → δείτε και τη λέξη ανερώτησα
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναρωτάω - αναρωτώ | αναρωτούσα | θα αναρωτάω - αναρωτώ | να αναρωτάω - αναρωτώ | αναρωτώντας | |
β' ενικ. | αναρωτάς | αναρωτούσες | θα αναρωτάς | να αναρωτάς | αναρώτα - αναρώταγε | |
γ' ενικ. | αναρωτάει - αναρωτά | αναρωτούσε | θα αναρωτάει - αναρωτά | να αναρωτάει - αναρωτά | ||
α' πληθ. | αναρωτάμε - αναρωτούμε | αναρωτούσαμε | θα αναρωτάμε - αναρωτούμε | να αναρωτάμε - αναρωτούμε | ||
β' πληθ. | αναρωτάτε | αναρωτούσατε | θα αναρωτάτε | να αναρωτάτε | αναρωτάτε | |
γ' πληθ. | αναρωτάν(ε) - αναρωτούν(ε) | αναρωτούσαν(ε) | θα αναρωτάν(ε) - αναρωτούν(ε) | να αναρωτάν(ε) - αναρωτούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναρώτησα | θα αναρωτήσω | να αναρωτήσω | αναρωτήσει | ||
β' ενικ. | αναρώτησες | θα αναρωτήσεις | να αναρωτήσεις | αναρώτα - αναρώτησε | ||
γ' ενικ. | αναρώτησε | θα αναρωτήσει | να αναρωτήσει | |||
α' πληθ. | αναρωτήσαμε | θα αναρωτήσουμε | να αναρωτήσουμε | |||
β' πληθ. | αναρωτήσατε | θα αναρωτήσετε | να αναρωτήσετε | αναρωτήστε | ||
γ' πληθ. | αναρώτησαν αναρωτήσαν(ε) |
θα αναρωτήσουν(ε) | να αναρωτήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αναρωτήσει | είχα αναρωτήσει | θα έχω αναρωτήσει | να έχω αναρωτήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αναρωτήσει | είχες αναρωτήσει | θα έχεις αναρωτήσει | να έχεις αναρωτήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αναρωτήσει | είχε αναρωτήσει | θα έχει αναρωτήσει | να έχει αναρωτήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αναρωτήσει | είχαμε αναρωτήσει | θα έχουμε αναρωτήσει | να έχουμε αναρωτήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αναρωτήσει | είχατε αναρωτήσει | θα έχετε αναρωτήσει | να έχετε αναρωτήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αναρωτήσει | είχαν αναρωτήσει | θα έχουν αναρωτήσει | να έχουν αναρωτήσει |
|
Παθητική φωνή: → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναρωτώ
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ανερωτώ - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .