-ατζίδικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈd͡zi.ði.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -α‐τζί‐δι‐κος
Επίθημα
επεξεργασία-ατζίδικος, -η, -ο
- άλλη μορφή του -τζίδικος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ "-τζίδικος" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας