Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -ατζίδικος η -ατζίδικη το -ατζίδικο
      γενική του -ατζίδικου της -ατζίδικης του -ατζίδικου
    αιτιατική τον -ατζίδικο τη(ν) -ατζίδικη το -ατζίδικο
     κλητική -ατζίδικε -ατζίδικη -ατζίδικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -ατζίδικοι οι -ατζίδικες τα -ατζίδικα
      γενική των -ατζίδικων των -ατζίδικων των -ατζίδικων
    αιτιατική τους -ατζίδικους τις -ατζίδικες τα -ατζίδικα
     κλητική -ατζίδικοι -ατζίδικες -ατζίδικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

-ατζίδικος < -ατζής + -ίδικος[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈd͡zi.ði.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -α‐τζί‐δι‐κος

  Επίθημα επεξεργασία

-ατζίδικος, -η, -ο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία