Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γλεντζές οι γλεντζέδες
      γενική του γλεντζέ των γλεντζέδων
    αιτιατική τον γλεντζέ τους γλεντζέδες
     κλητική γλεντζέ γλεντζέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γλεντζές < (άμεσο δάνειο) τουρκική eğlence [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɣlenˈd͡zes/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γλεν‐τζές

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γλεντζές αρσενικό (θηλυκό γλετζού)

  1. που του αρέσει να γλεντάει, να διασκεδάζει
  2. (κατ’ επέκταση) εύθυμος τύπος, ευχάριστος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία