ζουρλαμάρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζουρλαμάρα | οι | ζουρλαμάρες |
γενική | της | ζουρλαμάρας | — | |
αιτιατική | τη | ζουρλαμάρα | τις | ζουρλαμάρες |
κλητική | ζουρλαμάρα | ζουρλαμάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ζουρλαμάρα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
ζουρλαμάρα
|