ζούρλια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζούρλια | οι | ζούρλιες |
γενική | της | ζούρλιας | — | |
αιτιατική | τη | ζούρλια | τις | ζούρλιες |
κλητική | ζούρλια | ζούρλιες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζούρλια < ζουρλός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζούρλια θηλυκό
- η ιδιότητα του ζουρλού, η τρέλα, η ιδιορρυθμία, η εκκεντρικότητα
- το πάθος για ένα πράγμα
- έχει ζούρλια με τη μουσική
Μεταφράσεις
επεξεργασία ζούρλια
|