ιδιορρυθμία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ιδιορρυθμία < (ελληνιστική κοινή) ἰδιορρυθμία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ιδιορρυθμία θηλυκό
- η ιδιαιτερότητα ενός ανθρώπου, πράγματος ή κατάστασης που χαρακτηρίζονται ως ιδιόρρυθμα
- (θρησκεία) σύστημα διοίκησης και οργάνωσης ενός μοναστηριού, κατά το οποίο, σε αντίθεση με το κοινοβιακό σύστημα, ο κάθε μοναχός επιλέγει τον δικό του αυτόνομο τρόπο ζωής
- Η Σιμωνόπετρα, μετά την ιδιορρυθμία, στην οποία είχε περιέλθει, γίνεται πάλι κοινόβια στα 1801. (*)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ιδιοτροπία