Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κοινοβιακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κοινοβιακ
ός
η
κοινοβιακ
ή
το
κοινοβιακ
ό
γενική
του
κοινοβιακ
ού
της
κοινοβιακ
ής
του
κοινοβιακ
ού
αιτιατική
τον
κοινοβιακ
ό
την
κοινοβιακ
ή
το
κοινοβιακ
ό
κλητική
κοινοβιακ
έ
κοινοβιακ
ή
κοινοβιακ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κοινοβιακ
οί
οι
κοινοβιακ
ές
τα
κοινοβιακ
ά
γενική
των
κοινοβιακ
ών
των
κοινοβιακ
ών
των
κοινοβιακ
ών
αιτιατική
τους
κοινοβιακ
ούς
τις
κοινοβιακ
ές
τα
κοινοβιακ
ά
κλητική
κοινοβιακ
οί
κοινοβιακ
ές
κοινοβιακ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κοινοβιακός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
κοινοβιακός
αυτός που αναφέρεται σε
κοινόβιο
κοινοβιακή ζωή, κοινοβιακός μοναχισμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κοινοβιακός
ισπανικά
:
cenobial
(es)
,
monacal
(es)