κοινοβιακά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοινοβιακά < κοινοβιακός
Επίρρημα επεξεργασία
κοινοβιακά
- σε κοινόβιο
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοινοβιακά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
κοινοβιακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κοινοβιακό