Δείτε επίσης: ζουρλά, ζούρλια, ζούλα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζούρλα οι ζούρλες
      γενική της ζούρλας των (ζουρλών)
    αιτιατική τη ζούρλα τις ζούρλες
     κλητική ζούρλα ζούρλες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζούρλα < ζουρλός + (αναδρομικός σχηματισμός)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈzuɾ.la/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζούρλα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του ζουρλού, ανόητη ή παράλογη συμπεριφορά
     συνώνυμα: ανισορροπία, ζουρλαμάρα, μούρλα, παλαβωμάρα, παραφροσύνη, τρέλα
  2. μανιώδης ενασχόληση με κάτι
     συνώνυμα: ζούρλια, κόλλημα
  3. περίεργη ή εκκεντρική συμπεριφορά
     συνώνυμα: εκκεντρικότητα, ιδιορρυθμία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία